- κακομούτρης
- ο некрасивый мужчина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακομούτρης, -α, -ικο — ασχημοπρόσωπος: Καμιά γυναίκα δεν τον θέλει, γιατί είναι κακομούτρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακομούτρης — ο, θηλ. κακομούτρα, ουδ. κακομούτρικο αυτός που έχει άσχημη όψη, ασχημομούρης, ασχημοπρόσωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μούτρο] … Dictionary of Greek
κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης*, κακόμορφος, ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουτσούνα] … Dictionary of Greek
κακομούτσουνος — η, ο κακομούτρης, ασχημοπρόσωπος: Είναι πλούσιος αλλά κακομούτσουνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)